-
1 αντιγραφή
[андиграфи] ουσ. Θ. списывание, переписывание,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αντιγραφή
-
2 копировка
-и -θ. αντιγραφή•копировка чертежей αντιγραφή σχεδίων•
копировка картин αντιγραφή εικόνων.
-
3 переписка
переписка ж 1) (набело) η αντιγραφή 2) (корреспонденция) η αλληλογραφία* * *ж1) ( набело) η αντιγραφή2) ( корреспонденция) η αλληλογραφία -
4 переписывание
-я ουδ.αντιγραφή•переписывание ролей αντιγραφή των ρόλων.
-
5 изография
лингв. η ισογραφία (η ακριβής αντιγραφή των χειρογράφων, του γραφικού χαρακτήρα κ.λπ.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > изография
-
6 калька
1. (прозрачная бумага или ткань для снятия копий) το χαρτί αντιγραφής (π.χ. ενός σχεδίου)το ρυζόχαρτο2. лингв. η απομίμηση, η αντιγραφή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > калька
-
7 калькирование
(снятие копии чего-л. посредством кальки) η αντιγραφή (π.χ. του σχεδίου) μέσω χαρτιού σχεδίασης/ρυζόχαρ-του-ть (снимать копию чего-л. посредством кальки) αντιγράφω (π.χ. το σχέδιο) μέσω χαρτιού σχεδίασης/ρυζόχαρτουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > калькирование
-
8 копирование
1. (изготовление копий) η αντιγραφή (σχεδίων κ.λπ.) 2. полигр. (размножение) η εκτύπωση, το τύπωμα (των αντιγράφων)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > копирование
-
9 переписка
1. (списывание) η αντιγραφή 2. (обмен письмами) η αλληλογραφίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > переписка
-
10 перерисовка
1. (срисовывание) η αντιγραφή της ζωγραφιάς 2. (рисование чего-л. по-иному) το ζωγράφισμα με άλλο τρόπο, η επανασχεδίαση (π.χ. με άλλο τρόπο).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > перерисовка
-
11 репликация
(физиол., биол.) η αναπαραγωγή, η αντιγραφή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > репликация
-
12 списывание
1. (напр. израсходованного или негодного) η διαγραφή 2. (переписывание) η αντιγραφή 3. мор. (отчисление из состава экипажа) η απόλυση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > списывание
-
13 срисовка
η αντιγραφή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > срисовка
-
14 заимствование
заимствованиес ὁ δανεισμός, ἡ ἀντιγραφή, ἡ μίμηση [-ις], τό ξεσήκωμα. -
15 копировка
копиров||каж ἡ ἀντιγραφή. -
16 переписка
перепи́с||каж I. (действие) ἡ ἀντιγραφή, ἡ δακτυλογράφηση [-ις]·2. (корреспонденция) ἡ ἀλληλογραφία:быть с кем-либо в \перепискаке ἀλληλογραφώ, ἔχω ἀλληλογραφία. -
17 переписывание
перепи́с||ываниес ἡ ἀντιγραφή. -
18 копировка
[καπιρόβκα] ουσ. θ. αντιγραφή -
19 копировка
[καπιρόβκα] ουσ. θ. αντιγραφή -
20 копировка
[καπιρόβκα] ουσ θ αντιγραφή
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀντιγραφή — a reply in writing fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντιγραφή — η 1. το να αντιγράφει κανείς: Ξόδεψε αρκετή ώρα για την αντιγραφή του κειμένου. 2. απομίμηση: Ο πίνακάς του ουσιαστικά ήταν αντιγραφή έργου άλλου ζωγράφου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αντιγραφή — η (AM ἀντιγραφή) η ακριβής μεταφορά του περιεχομένου ενός κειμένου νεοελλ. (για έργα τέχνης) πιστή απομίμηση αρχ. 1. γραπτή απάντηση σε γράμμα 2. απολογία κατηγορουμένου 3. έγγραφη κατηγορία, καταγγελία 4. αναίρεση, ανασκευή 5. αντίγραφο … Dictionary of Greek
ἀντιγραφῇ — ἀντιγράφω write against aor subj pass 3rd sg ἀντιγραφάομαι spend in turn upon pres subj mp 2nd sg (doric) ἀντιγραφάομαι spend in turn upon pres ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἀντιγραφάομαι spend in turn upon pres subj mp 2nd sg (epic ionic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιγραφῆι — ἀντιγραφῇ , ἀντιγράφω write against aor subj pass 3rd sg ἀντιγραφῇ , ἀντιγραφάομαι spend in turn upon pres subj mp 2nd sg (doric) ἀντιγραφῇ , ἀντιγραφάομαι spend in turn upon pres ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἀντιγραφῇ , ἀντιγραφάομαι spend in… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Письменное возражение — • Άντιγραφή, возражение обвиняемого против обвинения; αντιγράφεσθαι, заявлять возражение, которое должно было быть подтверждаемо посредством αντωμοσία; ср. Iudicia, Судопроизводство, 6. Άντιγραφή называется и возражение против… … Реальный словарь классических древностей
ἀντιγραφαῖς — ἀντιγραφή a reply in writing fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιγραφαί — ἀντιγραφή a reply in writing fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιγραφήν — ἀντιγραφή a reply in writing fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιγραφῶν — ἀντιγραφή a reply in writing fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιγραφική — Επιστημονικός κλάδος της ιστορίας και της αρχαιολογίας ο οποίος ασχολείται με τις αρχαίες και μεσαιωνικές επιγραφές που είναι γραμμένες, με διάφορους τρόπους, πάνω σε σκληρό υλικό (πέτρα, μάρμαρο, μέταλλο, πηλός κλπ.). Από τη γενική αυτή κατάταξη … Dictionary of Greek