Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η αντιγραφή

См. также в других словарях:

  • ἀντιγραφή — a reply in writing fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αντιγραφή — η 1. το να αντιγράφει κανείς: Ξόδεψε αρκετή ώρα για την αντιγραφή του κειμένου. 2. απομίμηση: Ο πίνακάς του ουσιαστικά ήταν αντιγραφή έργου άλλου ζωγράφου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αντιγραφή — η (AM ἀντιγραφή) η ακριβής μεταφορά του περιεχομένου ενός κειμένου νεοελλ. (για έργα τέχνης) πιστή απομίμηση αρχ. 1. γραπτή απάντηση σε γράμμα 2. απολογία κατηγορουμένου 3. έγγραφη κατηγορία, καταγγελία 4. αναίρεση, ανασκευή 5. αντίγραφο …   Dictionary of Greek

  • ἀντιγραφῇ — ἀντιγράφω write against aor subj pass 3rd sg ἀντιγραφάομαι spend in turn upon pres subj mp 2nd sg (doric) ἀντιγραφάομαι spend in turn upon pres ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἀντιγραφάομαι spend in turn upon pres subj mp 2nd sg (epic ionic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιγραφῆι — ἀντιγραφῇ , ἀντιγράφω write against aor subj pass 3rd sg ἀντιγραφῇ , ἀντιγραφάομαι spend in turn upon pres subj mp 2nd sg (doric) ἀντιγραφῇ , ἀντιγραφάομαι spend in turn upon pres ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἀντιγραφῇ , ἀντιγραφάομαι spend in… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Письменное возражение —    • Άντιγραφή,          возражение обвиняемого против обвинения; αντιγράφεσθαι, заявлять возражение, которое должно было быть подтверждаемо посредством αντωμοσία; ср. Iudicia, Судопроизводство, 6. Άντιγραφή называется и возражение против… …   Реальный словарь классических древностей

  • ἀντιγραφαῖς — ἀντιγραφή a reply in writing fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιγραφαί — ἀντιγραφή a reply in writing fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιγραφήν — ἀντιγραφή a reply in writing fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιγραφῶν — ἀντιγραφή a reply in writing fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιγραφική — Επιστημονικός κλάδος της ιστορίας και της αρχαιολογίας ο οποίος ασχολείται με τις αρχαίες και μεσαιωνικές επιγραφές που είναι γραμμένες, με διάφορους τρόπους, πάνω σε σκληρό υλικό (πέτρα, μάρμαρο, μέταλλο, πηλός κλπ.). Από τη γενική αυτή κατάταξη …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»